-
1 перевозка
η μεταφορ/άбестарная - χύδην/σε χύμα- на условиях СИФ - με όρους С Ι.F. (κόστος, ασφάλεια- сухопутным транспортом χερσαία -, διά της ξηράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > перевозка
-
2 пустить
пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•пустить на волю αφήνω ελεύθερο•
он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.
2. επιτρέπω•я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•
пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.
|| βγάζω στη βοσκή•пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.
|| παλ. στέλλω επιστολή.3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•
пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.
|| αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•пустить в переработку επεξεργάζω•
пустить в продажу βγάζω για πούλημα•
пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•
пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.
|| με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•
все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).
4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•
пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•
пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.
5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•пустить слух διαδίδω φήμη•
пустить сплетню κουτσομπολεύω.
|| λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).6. βγάζω, (ανα)φύω•пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•
пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).
7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.εκφρ.пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•пустить в оборот – βάζω σε χρήση.1. ξεκινώ, εκκινώ•пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•
пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•
пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.
2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι. -
3 помещение
1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσαвычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -доильное с.-х. - αρμέγματοςмор. о χώρος ενδιαίτησηςзакрытое - мор. κλειστός -неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -открытое - мор. ανοικτός-складское - αποθήκευσης, η αποθήκηслужебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение